- σεμνοειδής
- -ές, ΜΑμσν.λαμπρός, περίλαμπρος («Ἶρις ἐστὶν ἔμφασις ἡλίου σεμνοειδής», Δαμασκ. Ι)αρχ.1. μεγαλοπρεπής2. (για φιλοσοφικό επιχείρημα) επιβλητικός, εντυπωσιακός.επίρρ...σεμνοειδῶς Α1. με μεγάλη σοβαρότητα2. επιβλητικά, εντυπωσιακά.[ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + -ειδής].
Dictionary of Greek. 2013.